- λάδωμα
- [ладома] ουσ. о. смазывание маслом,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
λάδωμα — το, ατος 1. άλειμμα με λάδι: Η μηχανή χρειαζόταν λάδωμα. 2. μτφ., δωροδοκία: Κατηγορούν τον υπάλληλο για λάδωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάδωμα — το [λαδώνω] 1. επάλειψη ή επίχριση με λάδι 2. λέκιασμα από λάδι 3. η λίπανση τμημάτων μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 4. μτφ. δωροδοκία για προσωπική εξυπηρέτηση … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
ελαίωση — η (Α ἐλαίωσις) νεοελλ. 1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα 2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο τού πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση τού καιρού αρχ. 1. θεραπεία με λάδι 2. (αλχημ.) μετατροπή τής συστάσεως… … Dictionary of Greek
λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek
άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)